συναγωγός — bringing together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγοτάτω — συναγωγός bringing together masc/neut nom/voc/acc superl dual συναγωγός bringing together masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγόν — συναγωγός bringing together masc/fem acc sg συναγωγός bringing together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγοῖς — συναγωγός bringing together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγοί — συναγωγός bringing together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγοῦ — συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγούς — συναγωγός bringing together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωγῷ — συναγωγός bringing together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναγωγόν — συναγωγόν , συναγωγός bringing together masc/fem acc sg συναγωγόν , συναγωγός bringing together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek